βίζιτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίζιτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βίζιτα ἡ, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βίζ’τα βόρ. ἰδιώμ. καὶ Λευκ. βίζ’dα Πελοπν. (Μεγαλόπ.) βίσ’δα Ἤπ. (Δρόβιαν) βίζιτο τό, Σῦρ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ᾽Ιταλ. visita.

Σημασιολογία

1) Ἐπίσκεψις φιλικὴ ἢ πρὸς ἑορτάζοντα ἔνθ' ἀν.: Κάνω-πάω βίζιτα κοιν. || Φρ. Ἀρμένικη βίζιτα (ἢ ἐπὶ μακρὸν χρόνον διαρκοῦσα καὶ διὰ τοῦτο συνήθως ὀχληρὰ ἐπίσκεψις) σύνηθ. Κάνω βίζ’dες (τρέχω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ) Μεγαλόπ. 2) Ἐπίσκεψις τοῦ ἰατροῦ πρὸς τὸν ἀσθενῆ κοιν.: Ὁ γιˬατρὸς κάνει τοὶς βίζιτές του-πλερώθηκε τοὶς βίζιτές του. Συνών. κούρα. 3) Συνεκδ. ἐπισκέπτης σύνηθ.: Μοῦ 'ρθε μιˬὰ βίζιτα ποῦ μὲ κράτησε μιˬὰ ὥρα. Εἶναι ᾿ς τὸ σαλόνι μιˬὰ βίζιτα. Περιμένω βίζιτες σήμερα. β) Δυσάρεστος ἐπισκέπτης Σῦρ. Μοῦ ’ρθε πάλι τὸ βίζιτο. 4) ᾽Ονομαστικὴ ἑορτὴ καθ’ ἥν ὁ ἑορτάζων δέχεται ἐπισκέψεις πολλαχ.: Αὔριο ἔχω τὴ βίζιτά μου. Δυσαρεστήθηκε ποῦ δὲν τὸν θυμήθηκα ᾿ς τὴ βίζιτά του. Συνών. ὄνομα, ὀνομασία. 5) Ἡ μετὰ μεσημβρίαν ἀκολουθία τῶν ναῶν τῶν καθολικῶν Τῆν. 6) Κηδεία Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/