ἀσύμπιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύμπιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύμπιˬαστος ἐπίθ. ἀσυνέπιˬαστος Χίος -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμπιˬαστὸς<συμπιˬάνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀποκτήσας εἰσέτι χρήματα ἱκανὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ασυνέπιˬαστον παιδὶν Χίος Εἶναι ἀσυνέπιˬαστος ἀκόμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μεγαλώσῃ τὴ δουλε͜ιά του Λεξ. Δημητρ. 2) ’Αναξιόπιστος Λεξ. Δημητρ.: Ἀσυνέπιˬαστος μάρτυρας. 3) ᾿Αόριστος Λεξ. Δημητρ.: ’Ασυνέπιˬαστες κουβέντες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/