βικιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βικιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βικιˬάζω ἀμάρτ. β’κιˬάζου Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βίκος.
Σημασιολογία
Πληροῦμαι ἀπὸ ζιζάνια βίκους, ἐπὶ σπαρμένου ἀγροῦ: Βίκιˬασι τοὺ χουράφ'.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA