γρεντώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεντώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρεντώνω ἐνιαχ. γριντώνου Μακεδ. (Βελβ. Γαλατ. Γρεβεν. Ἐράτυρ. Καταφύγ. Κοζ. Νάουσ.) γρινdώνου Μακεδ. (Βλάστ.) γκριντώνου Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) γραντώνου Μακεδ. γριαντώνου Μακεδ. (Κολινδρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέντα.

Σημασιολογία

Ἐξαπλώνω τι ὁριζοντίως, ἐξαπλοῦμαι Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Βόιον Γαλατ. Γρεβεν. Δαμασκ. Ἐράτυρ. Καταφύγ. Κοζ. Κολινδρ. Νάουσ.): Γριντώθ᾽κα γιˬὰ καλὰ σήμιρα Καταφύγ. Τί μοῦ γραντώθ᾽κις ἔτσ᾽; Μακεδ. Τοὺν γρέντουσαν ᾽ς τοὺ χῶμα τοὺν καημένου Γαλατ. Γριαντώνουμι ᾽ς τοὺν ἥσκιου ἀπ᾽ τοὺ δέντρου Κολινδρ. Γριντώθ᾽κι κατὰ γῆς Κοζ. Γριντώνιτι ἡ φλέβα τοῦ κορμιˬοῦ Νάουσ. Νὰ σὶ γρινdώσ᾽ οὑ χοίρους, κουψόχρο᾽! (ἀρὰ) Βλάστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/