γλειμμιδωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειμμιδωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλειμμιδωτὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. Οὐδ. γλειμμιδωτὸ Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀμαρτ. ρ. γλειμμιδώνω.

Σημασιολογία

Ὁ λεπτυνθεὶς συνεπείᾳ τριβῆς καὶ ἕνεκα τούτου στίλβων, ὁ λεῖος: Γλειμμιδωτὰ εἶν᾽ dα χοχλιδάκιˬα, μὰ χωρατὸ εἶν᾽ dὸ γλείψιμο ποὺ τῶνε κάνει ἡ θάασσα. Εἶdα γλειμμιδωτὸ μουράκι ᾽ναι ποὺ τό ’χε κ’ εὐτὴ ἡ ᾿υναῖκα; Σὰ σαπουνένιˬο gουκάκι ᾽ναι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/