γλειμμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειμμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλειμμίζω Κρήτ. (Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.)-Π. Βλαστ., Ἀργώ, 146 γλειμμίζω Καππ. (Σινασσ. Φάρασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλεῖμμα.

Σημασιολογία

1) Λείχω Π. Βλαστ ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σφίγγες ἀλλήθωρες, ναοὺς ποὺ μόρικες γλειμμίζαν φλόγες, θεῶν ἀγάλματα ματοβαμμένα. 2) Περικόπτω τὰ ἐξέχοντα μέρη τοῦ ἄρτι παρασκευασθέντος τυροῦ, ἵνα τοποθετήσω τοῦτον εἰς πλεκτὸν τύπον πρὸς σχήματοποίησίν του Κρήτ. (Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.): Γλειμμίζω τὸ χλωρὸ τυρὶ Σφακ. 3) Λαξεύω, σκαλίζω Καππ. (Σινασσ. Φάρασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/