ἀσυνείδητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνείδητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυνείδητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσυνείδιστος Κεφαλλ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνική
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσυνείδητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως ἐκτελούμενος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ασυνείδητη πρᾶξι κττ. λόγ. σύνηθ. 2) Ὁ μὴ εὐσυνείδητος, ὁ ἠθικῶς πεπωρωμένος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ασυνείδητος ἄνθρωπος. Εἶδες ὁ ἀσυνείδητος τί πῆγε κ᾿ ἔκαμε! ᾽Ασυνείδητη γυναῖκα, τό σκότωσε τό σπλάχνο της! λόγ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA