γλειφιτσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειφιτσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλειφιτσιˬὰ ἡ, Κεφαλλ. - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 1,123.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλειφίτσης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ μειλιχιότης, ὁ κολακευτικὸς τρόπος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅπο͜ιον ἔχεις ἀνάγκη, τοῦ κάνεις χίλιˬες γλειφιτσιˬὲς Κεφαλλ. Γλειφιτσιˬὲς μοῦ κάνεις Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαλιφιˬά, μαλαγανιˬά, μαριολιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/