ἀσυνεννόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνεννόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυνεννόητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀσυνοννόητος Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συνεννοητὸς<συνεννοοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συνεννοηθείς, ὁ μὴ συμφωνήσας μετ᾽ ἄλλου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦταν κ’ οἱ δυˬό τους ἀσυνεννόητοι καὶ δὲν ἤξεραν τί νὰ ποῦν σύνηθ. ᾽Ασυνοννόητοί ᾿μεσταν ἀκόμα, μ’ ἀπόψε θὰ πάω νὰ τὸν εὕρω νὰ συνοννοηθοῦμε ᾿Απύρανθ. 2) ᾽Εκεῖνος μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τις νὰ συννεννοηθῇ σύνηθ, : ᾿Ασυνεννόητος ἄνθρωπος εἶναι, δὲν μπορεῖ κἀνεὶς νὰ συνεννοηθῇ μαζί του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA