γρηγορετὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρηγορετὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γρηγορετὰ ἐπίρρ. ἐνιαχ. ληγορ᾽τὰ Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.) ἀγληγορετὰ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀληγορετὰ Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) ἐληγορετὰ Πόντ. (Τραπ.) ἐληγορ᾽τὰ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρηγορετός.

Σημασιολογία

Ταχέως, συντόμως ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀληγορετὰ ποῖσον τὴν δουλεία σ᾽ (κάμε γρήγορα τὴν ἐργασίαν σου) Πόντ. (Τραπ.) Ἄμε καὶ ληγορ᾽τα ἔλα Πόντ. (Σούρμ.) Ἐληγορ᾽τὰ ἄμε Πόντ. (Τραπ.) Τὰ παράδας ἂν διῇς με, ληγορ᾽τὰ θὰ χάν᾽ταν (τὰ χρήματα ἄν μοῦ δώσης, γρήγορα θὰ χαθοῦν) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/