ἀσυνερισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνερισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσυνερισιˬὰ ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσυνέριστος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ ὀργίζεταί τις ἐκ τῶν πράξεων ἄλλου ἰδίως νεωτέρου ἢ κατωτέρου, ἀνεκτικότης: Τέτο͜ια πάλι ἀσυνερισιˬά! Ἡ ἀσυνερισιˬά του εἶναι μεγάλη. ᾽Αντίθ. ξεσυνερισιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA