ἀσυνέριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνέριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυνέριστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσ’νέρ’στους Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀσυνόριστος ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 295 -Λεξ. Δημητρ. ἀ'νόρ’στους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συνεριστός<συνερίζομαι.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν δεικνύει μικροφιλοτιμίαν πολλαχ.: Εἶναι ἀσυνέριστος, δὲν τοῦ κακοφαίνεται γιὰ τέτο͜ια μικροπράματα πολλαχ. 2) ’Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἀξίζει νὰ συνερίζεταί τις, δηλ. νὰ λαμβάνῃ σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Μάν.) -ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. : Λόγιˬα ἀσ’νέρ'στα Καταφύγ. Ὁ γέρως εἶναι ἀσυνέριστος Λεξ. Δημητρ. Τὰ παιδιˬὰ εἶναι ἀσυνέριστα Λεξ. Πρω. ᾽Ανταμώναμε κἄτι ἀσήμαντους, ἀσυνόριστους, φτωχοὺς ἀνθρώπους͵ κἄτι ναῦτες ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. 3) ᾿Ακαταγώνιστος Πελοπν. (Μάν.): Εἶναι ἀσυνέριστη ’ς τὴ gαθαρε͜ιότη - ᾿ς τὸ μάζωμα τῶν ἐλα͜ιῶνε κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA