Γρηγόρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γρηγόρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γρηγόρης ὁ, κοιν. Γληγόρης σύνηθ καὶ Πόντ. (Οἰν.) Γληβόρης Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ὄν. Γρηγόριος.
Σημασιολογία
1) Τὸ κύριον ὄνομα Γρηγόριος, τὸ ὁπ. χρησιμοποιεῖται ἰδίως εἰς παροιμ. φρ. πρὸς δήλωσιν τοῦ ταχέως δρῶντος ἐνιαχ.: Φρ. Ἄν δὲ σὲ φτάνω ᾽γώ, σὲ φτάνει ὀ Γληγόρης (ἐννοεῖται ὁ λίθος τὸν ὁποῖον ρίπτει τις ἐναντίον ἄλλου, ὅταν καταδιώκη αὐτὸν καὶ δὲν δύναται νὰ τὸν φθάση) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Θὰ σὲ πιˬάσῃ ὁ γέρο Γληγόρης μὲ τὴ λαγοῦα του (ἀπειλὴ δαρμοῦ• λαγοῦα = ἡ βακτηρία• θὰ σὲ δείρω μὲ τὴν βακτηρίαν) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ Γληγόρης ἐγληγόρα | κιˬ ὁ Μελέτης ἐμελέτα κι ὁ Γληγόρης τὴν ἐπῆρε | τοῦ Μελέτη τὴ γυναῖκα (δηλ. ὁ δραστήριος ἐπικρατεῖ τοῦ ἀναβλητικοῦ) Κεφαλλ. Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Τ᾽ ἀναμέλη τὴ γυναῖκα | ὁ Γληγόρης τὴν ἐπῆρε (ἀναμέλης = ἀμελής• ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Ἑ Μελέτης ἐμελέταν, τσ᾽ ἑ Γληβόρης ἐπαντρεύτη (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Μεγίστ. Ἡ Κουνόμους ἠκουνουμοῦνταν κ᾽ ἡ Γληόρης ἠγληούρευγιν (ὁ Κονόμος ᾠκονόμει καὶ ὁ Γρηγόρης ἐγρηγόρευε• ὁ γρήγορος, ὁ δραστήριος κερδίζει, ἐνῷ ὁ διστακτικὸς εἴς τι χάνει) Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Τὸ πράσινον φωτεινὸν σῆμα τὸ ἐπιτρέπον διὰ τῶν ὡρισμένων διαβάσεων τῶν ὁδῶν τὴν διέλευσιν τῶν πεζῶν Ἀθῆν.: Ἄναψε ὁ Γρηγόρης, πέρασε. Ἄντε πᾶμε, ὁ Γρηγόρης! 3) Εἶδος θαλασσίου καρκίνου μαύρου χρώματος μὲ ἀποχρώσεις τοῦ λευκοῦ Ἤπ. (Πάργ.) Συνών. γρήγορος 1γ, ὡς οὐσ. φευγατσούλω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA