γλειφοσαγανᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειφοσαγανᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλειφοσαγανᾶς ὁ, Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ. γλειφοσαχανᾶς Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ. Νεοελλ. ’Ανάλ. Παρνασσ. 1,188 γλειφτοσαχανᾶς Ἤπ. Θεσσ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γλειφτοσαχανᾶς Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3,685. Θηλ. γλειφοσαγανοῦ Πελοπν. (Γαργαλ. Οἰν.) γλειφτοσαγανοῦ Πελοπν. (Οἰν.) γλειφτοσαχανοῦ Πελοπν. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω καὶ τοῦ οὐσ. σαγόνι τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Τουρκ. sahan.

Σημασιολογία

1) Γλειφοπινάκας 1, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάβρυτ. Οἰν.) κ.ἀ.-Νεοελλ. ’Αναλ. Παρνασσ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔναι ’νας γλειφοσαγανᾶς τρανὸς Γαργαλ. || Παροιμ. Βρέ, γιˬατί μὲ λὲς γλειφοσαχανᾶ; - Γιατὶ δὲ τ’ ἄφησες νὰ τὰ γλείψω ἐγὼ (ἐπὶ τῶν μεμφομένων τοὺς ἄλλους διὰ πράξεις τὰς ὁποίας οἱ ἴδιοι ἐπιδιώκουν) Νεοελλ. ᾽Ανάλ. Παρνασσ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. εἰς λ. λειχοπίναξ (Βατραχομ. 100.230). 2) Μεταφ., ὁ κόλαξ, ὁ εὐτελής Ἤπ. Θεσσ. -Ν. Πολίτ., Παροιμ., ἔνθ᾽ ἀν. κ.ἀ. Συνών. εἰς λ. γλειφοπιˬατᾶς1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/