ἀσύννεφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύννεφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύννεφος ἐπίθ. ΓΒιζυην. ’Ατθίδ. αὖραι2 132 ΠΒλαστοῦ ᾽Αργὼ 195.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. σύννεφο.
Σημασιολογία
Ἀσυννέφιˬαστος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν.: ᾽Ασύννεφη νυχτιˬὰ ΓΒιζυην. ἔνθ’ ἀν. Χάραμα ἀσύννεφο ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA