γλείφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλείφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλείφω, ἐγλείφω Κύπρ. Χίος (Φυτ.) γλείφω κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλείφου βόρ. ἰδιώμ. Καππ. (Μισθ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) gλείφω Καλαβρ. (Μπόβ.) γλείφω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) ἀγλείφω Δαρδαν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ. Κάρυστ. Ξηροχώρ. κ.ἀ.) Ἤπ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσανδ. Τσακίλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βόιον Καταφύγ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. Τένεδ. κ.ἀ. - Δ. Βουτυρ., ’Επανάστ. ζῴων, 95 Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3,196 Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. ἑλλην. 2,185 ἀγλείφου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. (Δομοκ. Ζαγορ. Κακοπλεύρ. Καρυὰ Κρυόβρ. ’Οξύν. Σταγιᾶδ. Συκαμν. Τσαγκαρ. Φωτειν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (᾽Αμόρ. ’Αδριανούπ. Αἶν. Σαρεκκλ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (᾽Αρέθουσ. Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Βόιον Γήλοφ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Καρπερ. Καστορ. Κατάκαλ. Κοζ. Ριζώματ. Σταν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. ’Αστακ. Περίστ. Σπάρτ. Τριχων. κ.ἀ.) γλείφτω Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Καππ. (’Αραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γλείφτου Θάσ. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) ἀγλείφτω Προπ. (Μηχαν.) ἀγλείφτου Μακεδ. (Δεσκάτ. Τρικοκκ. Πιερ. κ.ἀ.) γλείβω Καππ. (᾽Αραβάν.) Παρατ. ἐγλείφεινα Πόντ. (Οἰν.) Ἀόρ. ἐγλείτ-τσα Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέσ. γλειβε͜ιέμι Καππ. (Μισθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γλείφω, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκλείχω. Βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς ’Επετ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 3(1926), 31 καὶ ᾽Αθηνᾶ 4 (1931),189. Κατὰ Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2,185 κἑξ., ἐκ τῆς συνεκφορᾶς τὸν λείχω ›τὸν-g-λείχω › γλείχω › γλείφω (τὸ φ κατὰ τὸ ἀλείφω). Ὁ τύπ. γλείφω καὶ ἡ μετοχ. γλειμμένος καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) ’Ενεργ. καὶ μέσ., λείχω, λείχομαι, περιλείχω τι διὰ τῆς γλώσσης κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (᾽Αραβάν. Μισθ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γλείφω τὰ δάχτυλά μου, τὸ πιρούνι, τὸ πιˬάτο, τὸ αἷμα. Γλείφεται ἡ γάττα, ὁ σκύλλος κοιν. Σήκωναν τὰ βόδιˬα τὰ τσεφάλιˬα τσαὶ τὸν ἀγλείφανε (νοεῖται τὸν Θεὸν) Μέγαρ. Τὸ κατὶ ἀγλείφεται, θὰ βρέξῃ (κατὶ = γαττὶ) αὐτόθ. Ὁ κάττης bοὺ κά’dαι gοdὰ ’ς τὴ bαροστιˬὰ ἐγλείφεται· ὁ καιρὸς ᾽ὰ ἀλλάξῃ (κάττης = γάττος, κά’ται = κάθεται, bαροστιὰ = παραστιὰ) Χίος (Φυτ.) Τοὺ ’μῶνα ἡ ἁρκούδα ἀγλείφ’ τὰ πόδιˬα τ᾿ς Μακεδ. (Καστορ.) Ἡ γάττα ἀγλείφεται, θά ᾿ρτῃ κανένας Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἡ γάττα ἀγλείφιτι κατὰ τοὺ βουριˬά, θ’ ἀλλάξ’ οὑ κιρὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Ἡ κάττα ἔγλειψε τὸ πινέκ’ ᾿Αραβάν. Ὁ σκύλλον γλείφτ’ τὰ ’στούδ (= κόκκαλα) Σταυρ. Ἔτρεχε ὁ σκύλλος καὶ ἄγλειφε τὰ γαλοτύριˬα Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Τοὺ ’μένου γάλα τ᾽ ἀγλείφ’ι τὰ σ’λλιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Τσὶ κουφέτες τσὶ γλείψανε τὰ συλλιˬὰ (κουφέτες = κουφέτα) ’Οθων. Τοὺ πιδί τ’ τό ’’ ἀγλειμμένου ἡ γιλάδα (διὰ μικρὸν παιδίον τοῦ ὁποίου μέρος τῆς πρὸς τὸ μέτωπον κόμης ἔχει ἀντίθετον διεύθυνσιν τῆς κανονικῆς) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Γλείφ’ τὰ π’τέριˬα τ᾽ (= πόδια του) Μισθ. Πισίκα γλειβε͜ιέτι (ἡ γάττα γλείφεται) αὐτόθ. Εἶdα πάστρα ’ναι ποὺ τὴν ἔχει τὸ σπίτ’ ἐκεῖνο· θαρρεῖ κανεὶς πὼς τό ’χουνε γλειμμένο μέ τσὶ γῶσσες τους Νάξ. (’Απύρανθ.) Ὁ φονιˬὰ ἅμα ’τα σκοτωκώ, ’τα γλείφ’ τὸ μαχαίρ’ (ὁ φονιὰς ὅταν σκότωνε, ἔγλειφε τὸ μαχαίρι) Χαβουτσ. Μὰ δὲν ἔφαγα, ἔγλειψα τὸ κουτάλι, τοῦ εἶπε τὸ παιδί του Δ. Βουτυρ., ’Επαναστ. ζῴων, 95 || Φρ. Εἶναι νὰ τρῶς καὶ νὰ γλείφῃς τὰ δάχτυλά σου (ἐπὶ ἐκλεκτοῦ ἐδέσματος) κοιν. Τρώεις τσαὶ γλείφεις τσαὶ τὰ πενdοδάχτυλά σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Πυλ.) Τρῶς ᾽ατο καὶ γλείφεις τὰ δάχτυλά σ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἴμερ. Κερασ. κ.ἀ. Ψαροκόκ-αλον ἔγλειψεν (ἐπὶ τῶν διὰ δωροδοκίας ἀναλαβόντων ὑπεράσπισιν) Μεγίστ. ᾽Γὼ ᾿στέ᾽ τὸ γλείφτω, νὰ τσιρίξω (ἐγὼ κόκκαλα δὲ γλείφω, γιὰ νὰ φωνάξω· ὑπαινιγμὸς διὰ τοὺς ὑποστηρίζοντας ξένα συμφέροντα ἕνεκα ἰδίων ὠφελῶν) Καππ. (Φάρασ.) Γλείψου τώρα (εἰρωνικῶς πρὸς ἀποτυχόντα τοῦ σκοποῦ του) Θεσσ. ('Αλμυρ.) Συνών. φρ. Σκουπίσου τώρα. Γλείφ’ οὑ ἕνας τ’ ἀλλ’νοῦ τὰ σάλιˬα (ἐπὶ ἀτόμων ἀλληλοαγαπωμένων) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Γλείφω τσὶ νεροχύτες (ἐρωτοτροπῶ) Ἰων. (Κρήν.) Γλείφει τὰ κεραμίδιˬα (ἐπὶ ἀτόμου κατίσχνου, λιποσάρκου) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Γλείφει τὰ πινάκια (ἐπὶ παρασίτου καὶ εὐτελοῦς κόλακος) Καππ. (Σινασσ.) – Λεξ. Περίδ. Γλείφει τὰ πιˬάτα (ὁμοίως) Πελοπν. (’Αρκαδ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία. Βλ. Εὔπολ. F.C.G. 2,440,1 «πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας ἄσμενος». Γλείφει τὸ κόκκαλο (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων ἀνωφελῶς) Κάρπ. Γλείφτει τὰ τάττε του ἀνdὶ ’ρκούδι, νὰ βgῇ σὴν ἄοιξη (γλείφει τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν του σὰν ἀρκούδα, διὰ νὰ βγῆ τὴν ἄνοιξιν· ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ ἀντιμετωπίσουν ἐκ τῶν ἐνόντων δυσκόλους καταστάσεις) Καππ. (Φάρασ.) Θὰ σὲ κάνω νὰ γλείψῃς τὰ μανίκιˬα σου (ἀπειλὴ) Πελοπν. (’Ολυμπ.) Τὶς ἔγλειψε (ἐδάρη) ’Αθῆν. Τ’ς ἄγλειψι (ὁμοίως) Σάμ. Συνών φρ. Τὶς ἅρπαξε, τὶς ἔφαγε, τὶς ἀλείφτηκε, τὶς γεύτηκε. Τοῦ ’δωκ’ ἕνα ξύλο, πὄγλειψε τὰ δάχτυλά του (τὸν ἔδειρε πολὺ) Πελοπν. (Βερεστ.) Συνών. φρ. Τοῦ ᾽δωσε ξύλο, ποὺ ἔβαλε καὶ ’ς τὶς τσέπες του. Τὸν ἔκανε τ’ ἁλατιοῦ - ἄλογο – μαῦρο - μπλὲ - τόπι - τουλούμι ᾽ς στὸ ξύλο. Τὸν ξυλομέτρησε. Τὸν ξυλοφόρτωσε γιˬὰ καλά. Τὸν πλευροκόπησε. Τὸν πελέκησε. Τὸν ρήμαξε ’ς τὸ ξύλο. Τὸν σακάτεψε κοιν. Εἶναι ἴδιˬα πὼς τόνε γλείφουνε οἱ σκύλλοι (ἐπὶ κατίσχνου) Α. Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Τά ᾿γλειψε μὲ τὴ γλῶσσα του (ἐπὶ τῶν ἀναγκασθέντων μὲ καταισχύνην νὰ ἀναιρέσουν ὅσα οἱ ἴδιοι εἶπαν) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3,686 || Παροιμ. Τὸ έριμ πὄμ μπορεῖς νὰ δακ-κάσῃς, γλεῖψε το (ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης πραττόντων τὰ ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα φρονοῦν) Κύπρ. Πο͜ιός ἔχει ’ς τὰ χέριˬα του μέλι καὶ δὲ γλείφει τὰ δάχτυλά του; (ἐπὶ τῶν ἐκμεταλλευομένων πρὸς ἴδιον ὄφελος δοθεῖσαν εὐκαιρίαν) κοιν. Πο͜ιός πιˬά’ μέ’ τσὶ δὲ γλείφτ’ τὰ δαχτύλιˬα τ’; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λεσβ. Πο͜ιός ζύφει μέλι καὶ δὲ γλείφει τὰ χέρια του; (ζύψει = ἐκθλίβει· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ᾽Οθων. Κεῖνος ποὺ ’νεκατών’ τοὺ πεκμέζ’ θὰ γλείψ’ καὶ τὰ δαχτύλιˬα τ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’Ικεῖ π᾿ φτῶ, δὲν ἀγλείφου (ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπεδοκίμασε ἢ κατηγόρησε ἕνα ἔργον ἢ ἕνα πρόσωπον, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιδοκιμάζῃ ἢ νὰ τὰ ἐπαινῇ κατόπιν) Μακεδ. (Γρεβ.) ᾽Εκεῖ ποὺ φτεῖς, μὴ γλείβ’ς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μ. ᾿Ασία (Κυδων.) Μὴ χέῃς, μὴ γυρίῃς κὶ τὰ γλείφ’ς (χέῃς = χέζῃς· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Δολιαν.) Ἡ παροιμ. ὑπὸ διαφόρ. παραλλαγ. πολλαχ. Οὑ λύκους γιˬὰ τοὺν πόνου τ᾿ βουιˬδιˬοῦ ἔγλειψ’ τ’ ἀλέτρ’ (ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων ἀγάπην πρὸς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι συνδέονται μετὰ τρίτων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ πρῶτοι ἀναμένουν ὠφέλειαν) Στερελλ. (Ζίλιστ.) Γιˬὰ τοὺν καημὸ τ᾿ βουιˬδιˬοῦ γλείφ’ οὑ λύκους τοὺ ζ’γὸ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. ’Αγλείφει ὁ σκύλλος τὴν κοκκάλα, σίdας δὲ bορεῖ νὰ τὴ ρουκανίσῃ (ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων φιλίαν) ᾿Ιόνιοι νῆσ. Ὁ σκύλλος γλείφει τὸ χέρι ποὺ τὸν δέρνει (ἐπὶ ἀμνησικάκων) Πελοπν. (Πάτρ.) Ὁ σκύλλος ἐκεῖ ποὺ γλείφει γαβγίζει (ἐπὶ τῶν ἐνεργούντων ἕνεκα ἰδίου ὀφέλους) πολλαχ. Τ’ ἀγλείφει, δὲν τὰ κλέβει τὰ πιˬάτα ἡ γάττα (ἐπὶ τῶν λαμβανόντων ἐλάχιστα ἐκ τῶν ἀλλοτρίων) ᾿Ιόνιοι Νήσ. || ᾌσμ. ’Απάνω ’ς τὸν ἀσπάλαθα φιλεῖ ὁ γαbρὸς τὴ νύφη κιˬ ἀπ’ τὴ γλυκάδα τὴ bολλὴ τὰ δάχτυλά του γλείφει Παξ. Κάθετ’ ὁ γαbρὸς κ᾽ ἡ νύφη, | κόκκαλο βαστᾷ καὶ γλείφει Θήρ. Καὶ ᾿λημένουν gαὶ τὸγ Γιˬάννη, | γιˬὰ νὰ γλείψῃ τὸ τηάνι (᾿λημένουν = περιμένουν) Κῶς (Πυλ.) Κ᾿ ἔκαμι βρακ’λὸ μουσκάρ’ | κ᾽ ἔσκυψι νὰ τοὺ ἀγλείψ’ (βρακ’λὸ = ἐπὶ βοοειδῶν, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔχει λωρίδας διαφόρου χρώματος περὶ τοὺς πόδας· ἐξ ἐπῳδ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) || Ποιήμ. Ἀνάφτει ἀπ’ τὸ θυμό, σπιθοβολάει, σὰν ἀδελφώνῃ, λές, μὲ τὴ φωτιˬά, ποὺ γλείφεται μὲ γλῶσσα φλογερὴ Γ. Δροσίν., ᾽Αγροτ. ἐπιστ., 154 Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο καὶ σ ὄγλειφα καὶ σ ὄπλενα τὰ πόδιˬα δουλωμένο, περήφανα μ᾿ ἐκοίταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου νὰ ἰδῇ τὴν καταφρόνεση ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου Α. Βαλαωρ., Ἔργα 1,138 Τὸ αἷμα σου ἔγλειφαν κρυφὰ ’ς τὰ νύχιˬα τοῦ φονιˬᾶ σου Α. Βαλαωρ., Ἔργα 2,204. Συνών. ἀναγλείφω 1, ἀναλείχω, ἀναπογλείφω, λείχω. Β) Μεταφ 1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ λαιμαργίας πρὸ ἐκλεκτοῦ ἐδέσματος, λιχνεύομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μὴ γλείφεσαι, γιˬατὶ τὸ ψητὸ δὲν εἶναι γιˬὰ τὴ μουτσουνάρα σου κοιν. || Φρ. Ἡ καρδιˬά μ’ ἔγλειψεν (καρδιˬὰ = στομάχι) Κερασ. Συνών. ἀναγλείφω 2, ἀναλείχομαι (βλ. ἀναλείχω), λιχουδεύομαι, λιγουρεύομαι, λιμπίζομαι, ξερογλείφομαι (βλ. ξερογλείφω), συναλείχομαι (βλ. συναλείχω). 2) ’Εγγὶζω ἐλαφρῶς πολλαχ.: Δὲν τὸν χτύπησε, τὸν ἔγλειψε μόνο ἡ σφαῖρα πολλαχ. Ἴσιˬα π’ τοὺν ἔγλειψ’ νιˬὰ ψ’χούλα ἡ σφαῖρα (νιˬὰ ψ’χούλα = ἐλάχιστα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Ποίημ. Μ’ ἄγλειψε, Διˬάκε, ξώδερμα τὸ βόλι ἕνα παγίδι Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3,196. Συνών. ἀγγεύω 1, ἀγγιάζω 1, ἀγγίζω 4. 3) ᾽Επαινῶ κάποιον ὑπερβολικὰ διὰ νὰ ἐξασφαλίσω την εὔνοιάν του κοιν.: Αὐτὸς ὁ μποῦφος γλείφει τὸν προϊστάμενο, γιˬὰ νὰ πάρῃ καμμιˬὰ προαγωγή. Αὐτὸς εἶναι κοινωνικὸ ἀπόβρασμα, μιˬὰ ζωὴ γλείφει καὶ συκοφαντεῖ κοιν. Ὅλνους τ’ γλείφ’ τοὺ τσιˬανά’, δὲν εἶνι ἄντρας οὑ κιρατᾶς Μακεδ. (Γαλατ.) Γλείφ’ τοὺν κόλου τ᾿ Νάσιˬου, γιˬὰ νὰ τοὺν βά’ σὶ καμμιˬὰ θέσ’ Μακεδ. (Δεσκάτ.) || Παροιμ. Ἅμα δὲ bορῇς νὰ δαgάσῃς, γλεῖφε (κολάκευε, ὅταν δὲν δύνασαι νὰ ἀπειλήσῃς) Κεφαλλ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. γαλιφάρω, γαλιφεύω, γαλιφίζω, καλοπιˬάνω, κολακεύω, κολογλείφω. 4) ᾽Αφαιρῶ τὸν φλοιὸν δένδρου, βλαστοῦ ἢ καρποῦ Κορσ. Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ. κ.ἀ.) : Ἡ μάννα μου ἔγλειφε τὰ φραgόσουκα καὶ τὰ ἔβαζε ’ς ἕνα πιˬάτο Κορσ. Τσεῖνες οἱ θιˬοκατάρατες οἱ σκοτίτσες γλείψανε οὕλα τὰ δεντρικὰ (σκοτίτσες = ἀκρίδες) Ξεχώρ. Συνών. ἀπογλουπίζω 1, γδέρνω 2, ξεφλουδίζω. 5) Κατεξαντλῶ τινα οἰκονομικῶς Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἤγλειψές με bλιˬά, δὲ μοῦ ’φηκες πεdάρα. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ στίχοι, στ. 246 (ἔκδ. Wagner, σ. 72) «κι ἀπῆτις φά’ (ἐνν. ἡ πολιτικὴ) καὶ γλείψῃ σε, τότ᾽ ἀποκουντουρίζει | κιˬ ἄλλον εὑρίσκει νὰ τὸν τρώ’ καὶ σέν’ ἀποχωρίζει». Συνών. ἀρμέγω 4, βυζαίνω Β2, βυζακώνω 3, γδέρνω 3, γδύνω, ξετινάζω, ξεζουμίζω, ξεκοκκαλίζω, ρουφῶ. 6) Προκαλῶ ἢ αἰσθάνομαι ἐλαφρὸν πόνον ’Ικαρ. Λευκ. (Φτερν.) Μῆλ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὰ συκοστάφυλα γλείφουνε τὴ gαρδιˬὰ Σίφν. Μὲ γλείφει ἡ καρδιˬά μου αὐτόθ. Μὲ γλείφει ἕνα πονάκι ’ς τὴ gοιλιˬὰ Μῆλ. Γλείφεται τὸ στομάχι μου ’Ικαρ. Μ’ ἀγλείφ’ τὸ στομάχι μ᾽ Φτερν. Μὶ γλείφ’ μέσα μ’ Αἰτωλ. Συνών. ἀλαφροπονῶ. 7) Ὠφελοῦμαι ὑλικῶς Μακεδ. (Σισάν.) Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αγλείφ’κις κὶ σὺ τίπουτα ἀπ᾽ αὐτείν’ τὴ δ᾽λε͜ιά; Σισάν. Κάτ’ θὰ γλείψῃς κ᾽ ἐσὺ ἀπ’ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀλείφω Β4, κερδίζω, ἀντίθ. βλάφτομαι (βλ. βλάφτω), ζημιˬώνομαι (βλ. ζημιˬώνω), κακοβλάφτομαι (βλ. κακοβλάφτω), χάνω. 8) Καταβάλλω μεγάλην προσπάθειαν Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Γορτυν. Μαργέλ. Μηλιώτ. ’Ολυμπ. Πυλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (᾿Ακαρναν.): Φρ. Ἔγλειψα τὴ γῆ σὰν τὴν προβατῖνα Ὀλυμπ. Μπὰ ποὺ νὰ γλείψῃς τὴ γῆς σὰν τὸ πρόβατο (ἀρὰ) Γορτυν. ’Αγλείφου τ’ γῆ σὰν τ’ γιλάδα ᾽Ακαρναν. 9) ’Αναδίδω ὑγρασίαν Εὔβ. (Κάρυστ.) Μακεδ. (Βόιον) Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. Γλείφει νερὸ ἡ κατσαρόλα Κάρυστ. Γλείφει τὸ κουζινέτο (μικρὴ μηχανὴ μαγειρεύματος) Κύζ. Ἄγλειψι νιρὸ οὑ τοίχους κὶ νότ’σι Βόιον. Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναβρύω 2β, ἀναβυζαίνω, ἀναγλείφω, ἀναδίνω Α3, ἀναλείχω 3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλιγδιˬάζω 1, ἀναξερνῶ, ὑγραίνομαι, ὑγροποτίζω. Γ) Μετοχ. μεταφ. 1) Λιπόσαρκος, ἰσχνὸς Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Χαν.) Κύπρ. Μακεδ. (Βλάστ.) Πάρ. Πελοπν. (Λακεδ. Γαργαλ. κ.ἀ.) Ἄι ’ς τὰ τσακίδιˬα, μωρ’ γλειμμένη! Λακεδ. Χαρὰ ’ς τὸ γλειμμένο ποὺ θὰ πάρῃ Χαν || Φρ. Εἶναι ’φτοῦνος ’φτοῦ μνιˬὰ σιχασά, μνιˬὰ γλειμμένη καραμέλα Γαργαλ. Εἶνι σὰ γλειμμέ’ γάττα Βλάστ. Συνών. ἀδύνατος 1β, ἄθρεφτος 1, ἀπάστωτος 2, ἀπάχετος, ἀπαχος1, ἀπογλειμμένος (βλ.ἀπογλείφω), ἄτροφος, κοκκαλιˬάρης, κολλημένος, λε͜ιανός, λιγνός, λίγκρινος, στεγνός, στεγνωμένος, φεγγερός, φτεναδούρα, ἀντίθ. βαρέλας, λιτρουβολίθαρο, χοντρός, χοντροπατάτας, χοντρόπιˬασμα, πιθάρας. 2)Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀγλ’μμένους, δύσμορφος, δυσειδὴς Σάμ. Συνών. ἀγαρbοκαμωμένος, ἀγαρbος 1β, ἀγριόφατσα, ἀμούσουδος, ἀνείδεος 1, ἄπλανος 2, ἄπλαστος Α1β, ἀσκημόθωρος, ἀσκημοκάτζης, ἀσκημομούρης, ἀσκημομούτρης, ἀσκημομούτσουνος, ἀσκημοπρόσωπος, ἄσκημος1, ἀσκημοσούλουπος, ἀσκημόφατσα, ἄχαρος, γαττομούρης, γαττομούτσουνος, γιδόχαρος, κακομούτσουνος, σκυλλομούρης, ἀντίθ. ὄμορφος, γραμμένος, κοῦκλος, κοντυλένιˬος, ὡραῖος. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. γ’μμένους, ἐπὶ νομισμάτων, ὁ ἐλλιπὴς κατὰ τὸ βάρος, λιποβαρὴς Ἤπ.(’Ιωάνν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Τοῦ ᾿χι δώ’ δέκα λίρις, ἀλλὰ οἱ δυˬὸ ἦταν γ’μμένις κὶ δὲν τ᾿ς παραδέχιτι Κουκούλ. Ἡ μετοχ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σ τοῦ Γλειμμένου Θεσσ. (Πήλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA