γρηγοροπαντρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρηγοροπαντρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρηγοροπαντρεύω ἐνιαχ. Μέσ. γρηγοροπαdρεύομαι γληγοροπαdρεύομαι Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γρήγορα καὶ τοῦ ρ. παντρεύω.

Σημασιολογία

Ὑπανδρεύω ταχέως ἔνθ᾽ἀν.: Γνωμ. Ἀποὺ γρηγοροφάῃ καὶ γρηγοροπαdρευτῇ δὲ θὰ τὸ μεταγνώσῃ (ἡ ἔγκαιρος ἐκτέλεσις μιᾶς πράξεως δὲν προκαλεῖ μεταμέλειαν) Κρήτ. || ᾎσμ. Διˬάλε τσ᾽ ἀπομενάρους μου, ὀφέτος κι ἂν ἀφήσω, ἂ δὲ γληγοροπαdρευτῶ, νὰ μὴ bελογραdίσω (νὰ μὴ bελογραdίσω = νὰ μὴν περιπλακῶ εἰς συμφορὰν) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/