ἀσυντήρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυντήρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυντήρητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συντηρητὸς<συντηρῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συντηρούμενος, ὁ μὴ ἔχων τὰ μέσα νὰ συντηρηθῆ, νὰ ζήσῃ: Ἄφησαν τὸ γέρω πατέρα τους ἀσυντήρητο. Ἀσυντήρητη οἰκογένεια-χήρα. ᾽Απόμειναν τά ὀρφανὰ ἀσυντήρητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA