βιˬολοντσέλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιˬολοντσέλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιˬολοντσέλλο τό, σύνηθ. βιˬολαντσέλλο πολλαχ. βιˬολεντσέλλο Λεξ. ᾿Ηπίτ. τσέλλο πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ ᾿Ιταλ. violoncello. Τὸ τσέλλο κατὰ συγκ.

Σημασιολογία

Εἶδος μεγάλου βαρυφώνου βιολίου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/