ἀσυφάγωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυφάγωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυφάγωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσυφάωτος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. *συφαγώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καλῶς συγκερασθείς, ὁ μὴ συγχωνευθείς, ἐπὶ χώματος ἀγροῦ τὸ πρῶτον καλλιεργηθέντος: Ἕνα χωράφι καλλιεργημένο γιˬὰ πρώτη φορά, τὰ χώματά του εἶναι ἀσυφάωτα Αλασκαρᾶτ. ἐν Λύχν. Ἔτ. 1 ἀριθ. 11 σ. 87.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA