βιτσεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιτσεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βιτσεˬὰ ἡ, βιτσέα Μέγαρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) βιτσὲ Δ.Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) βιτσία Πόντ. βιτσεˬὰ κοιν. βιτσὰ Αἴγιν. Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν.) Α.Κρήτ. Σύμ. φ’τεˬὰ Ἴμβρ. βετσεˬὰ Βιθυν. Νίσυρ. Τῆλ. βετσὰ ᾽Αμοργ. Θήρ. Πάτμ. βουτσεˬὰ Ἤπ. σβιτσεˬὰ Πελοπν. (Γέρμ.) βισσεˬὰ Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βιτσέα. Πβ. Πρόδρομ. 3,223 (ἔκδ. Hesseling–Pernot) «καὶ ὡς οὗ νὰ τὸν ἐκβάλωσι συρόμενον ἀπέκει, Ι βιτσέας συνάσσει ὁ ταπεινὸς πολλὰς καὶ ἀναριθμήτους».

Σημασιολογία

Ἡ διὰ βίτσας πληγή, τὸ διὰ βίτσας κτύπημα ἔνθ' ἀν.: Φρ. Δίνω βιτσεˬὰ (καταφέρω πληγὴν διὰ τῆς βίτσας) κοιν. Παίζω βιτσεˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Δὲν παίρνει βιτσεˬὰ τὸ ζῷ μου (δὲν ἀνέχεται κτύπημα) Πελοπν. (Σουδεν.) ΙΙ Παροιμ. Νιˬὰ βιτεˬά, σαράντα κολοσοῦσες κ’ ἕνα γουρ’νακᾶκο (δι’ ἑνὸς πλήγματος πολλὰ κέρδη, συνών. παροιμ. μ’ ἕνα ζbάρο δυˬὸ τρυγόνιˬα). || ᾎσμ. Δίει βιτσεˬὰν τοῦ μαύρου του, σὰν ἀστραπὴ πετε͜ιέται Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών βεργεˬά, βιτσαρεˬά, ραβδεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/