ἀσύχαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύχαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύχαστος ἐπίθ. κοιν. ἀσύχαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀσύχαντους Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συχαστὸς < συχάζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἡσυχάζω, παρ᾽ ὃ καὶ ἡσυχάνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἡσυχάζων, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, ὁ πάντοτε ἐργαζόμενος ἔνθ’ ἀν.: Ἀσύχαστος δουλευτής. Ἀσύχαστη νοικοκυρά. Δουλεύει μέρες τώρᾳ ἀσύχαστος κοιν. β) Ὁ μήπω ἀναπαυθεὶς σύνηθ.: Εἶναι ἀκόμα ἀσύχαστος, ἄφησέ τον νὰ ἡσυχάσῃ λίγο. Γ) Ὁ μῆ δυνάμενος νὰ ἡσυχάσῃ, νὰ ἠρεμήσῃ, νὰ κοιμηθῇ σύνηθ.: Ὁ ἄρρωστος ἦταν ἀπόψε ὅλη νύχτα ἀσύχαστος. δ) Ἀδιάκοπος, συνεχὴς σύνηθ.: Πόνος - φόβος ἀσύχαστος. Ἀσύχαστος ἀέρας. Ἀσύχαστη φουρτούνα. 2) Ὁ ἐν διεγέρσει, ἐν ταραχῇ ὤν, ὁ μὴ ἥσυχος, ὁ μὴ γαλήνιος σύνηθ.: Ἀσύχαστη θάλασσα. Ἀσύχαστος κόσμος - λαὸς κττ. 3) Ἄτακτος, ζωηρὸς σύνηθ.: Ἀσύχαστο παιδί. Πβ. ἀνησύχαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA