γριαδόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριαδόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γριαδόπουλο τό, ἀμάρτ. γρδόκκο Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γριάδι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο. Ὁ τύπ. γρδόκκο ἐκ τοῦ γρδόπον, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ γριαδόπουλο, διὰ τὰ ὁπ. βλ. Δ. Οἰκονομίδ., Ἀρχ. Πόντ. 8 (1938), 68 - 74.
Σημασιολογία
Γριάδι, τὸ ὁπ:. βλ., ἔνθα καὶ συνών.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA