βιτσίλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιτσίλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιτσίλλα ἡ, Κρήτ. (Πρασ. κ.ἀ.) - (Λαογρ. 8 <1921> 339 καὶ 10 <1929/32> 206) γιτσίλ-λα Κάρπ. ᾽ιτσίλ-λα Κάρπ. βίτσιλλας ὁ Νίσυρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Λατιν. albicilla. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 (1929/32) 206.
Σημασιολογία
Εἶδος ἀετοῦ ἔνθ’ ἀν: ᾌσμ. Βιτσίλλα νύχτα περπατεῖ καὶ νύχτα παραδέρνει (Λαογρ. 10 <1929/32> 206). Κ’ ἤκοψε τὸ κεφάλι μου, ’ς τὸν ποταμὸ τὸ ρίξεν, ᾿π᾿ ᾿κεῖ γιτσίλλα πέρασε, ’ς τὰ νύχιˬα της μ’ ἐπιˬάσεν Κάρπ. Κιˬ ἀπάνω ᾽ς τὴ Θεόπολι μαύρη ᾽ιτσίλλα στέκει, σφιχτοκρατεῖς ᾽ς τὰ νύχιˬα της ἀθ-θρωπινὸ κεφάλι αὐτόθ. Συνών ἀετὸς 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA