γριβάλογο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριβάλογο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γριβάλογο τό, Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 178.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρίβος καὶ τοῦ οὐσ. ἄλογο.

Σημασιολογία

Ἵππος φαιόχρους: ᾎσμ. Τρισεύγενη, ᾽ς τὸ γάμο σου, ᾽ς τ᾽ ἀρρεβωνιάσματά σου τὰ χιˬόνιˬα ἀλεύριˬα νὰ γενοῦν καὶ τὰ πουλλιˬὰ γουβάλιˬα, τὰ κύματα γριβάλογα να ᾽ρθοῦν οἱ συμπεθέροι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/