βίτσιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίτσιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βίτσιˬο τό, Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ. βίτσιο Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. βίτσιον, παρ’ ὃ καὶ βίτιον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vitium.
Σημασιολογία
᾿Ελάττωμα, κακὴ συνήθεια ἔνθ᾽ ἀν.: Τό ’χει βίτσιˬο του αὐτὸς νὰ βρίζῃ Σουδεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA