βίτσισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίτσισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βίτσισμα τό, Κρήτ -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βίτσημα Κρήτ. –Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βιτσίζω. Τὸ βίτσημα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. τύπ. βιτσῶ παρὰ τὸ βιτσίζω ἢ κατὰ τὸ συνών. πήδημα.

Σημασιολογία

1) Τὸ διὰ βίτσας κτύπημα ἔνθ᾽ ἀν. 2) 'Αλμα ἔνθ' ἀν.: Μ’ ἕνα βίτσημα πέρασε πέρα Κρήτ. || Ἄσμ. Ἔπαιζα ἕνα βίτσημα κ' ἐγλάκουν σὰν ἀγρίμι, μὲ πήδους δυˬό τὸν ἔπιανα καὶ τό λαγὸ ᾿ς τὸ γλάκι αὐτόθ. ’Σ τὸ βίτσισμά ᾿πιˬανε πουλλιˬά, ’ς τὰ πέταγμα γεράκιˬα, ’ς τὸ γλάκιˬο καὶ ᾿ς τὸ πήδημα τὰ λάφιˬα καὶ τ’ ἀγρίμιˬα αὐτόθ. 3) Τὸ διάστημα τὸ ὁποῖον διανύει τις χωρὶς νὰ διακόψῃ τὸν δρόμον του (ἡ σημ. ἐκ τοῦ διαστήματος τοῦ διανυομένου μὲ ἓν κτύπημα τοῦ ἵππου διὰ βίτσας) Κρήτ. 4) Δρόμος βραχύς, μικρὰ ἀπόστασις Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/