βιτσοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιτσοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βιτσοκοπῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βίτσα καὶ τῆς καταλ. –κοπῶ.

Σημασιολογία

Πλήττω διὰ τοῦ μαστιγίου: ᾎσμ. Βιτσοκοπᾷ τὸν μαῦρον ἀτ’ ν’ ἐφτάν’ καὶ κοντοφτάνῃ. Συνών. βεργίζω 1, βιτσίζω 1, βιτσολογῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/