γριβοκαβαλλάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριβοκαβαλλάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γριβοκαβαλλάρης ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Κόρινθ.) γριβοκαβαλ-λάρης Κῶς γριβοκαβαλλάρ᾽ς Στερελλ. (Παρνασσ.) γριβουκαβαλλάρ᾽ς Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γρίβας καὶ καβαλλάρης.
Σημασιολογία
Ὁ ἱππεύων λευκόφαιον ἵππον ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐκεῖ πού ᾽χα ριζώ᾽ ᾽ς τὸ βράχο, λέπω ᾽να λαμπροφορεμένο, ᾽να γριβοκαβαλλάρ᾽ Στερελλ. (Παρνασσ.) || ᾎσμ. Ἅι μου Γιˬώργη γλήγορε καὶ γριβοκαβαλ-λάρη, βοήθα κιˬ ἀποσκέπασε τὸ νιˬὸ τὸ παλ-ληκάρι Κῶς. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA