ἀσφάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσφάλιστος ἐπίθ. (Ι) πολλαχ. ἀσφάλιστους Μακεδ. ἀσφά’στους Ἴμβρ. κ.ἀ. ἀσφάλιστες Σκῦρ. ἀσφάλιγος Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ.) ἀσφάλιχτος Πελοπν (Μάν.) Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Δημητρ. ἀσπάλιστος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀσπάλιγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσπάλιχτος Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σφαλιστός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κλεισθείς, ἀνοιχτὸς ἔνθ’ ἀν.: Ντουλάπι - παράθυρο ἀσφάλιστο. Πόρτα ἀσφάλιστη πολλαχ. Σπίτι ἀσφάλιγο Τριφυλ. Ξώπορτο ἀσφάλιστο Σκῦρ. Ἀσπάλιστον ἔν’ τὸ συρτάρ’ Τραπ. || Παροιμ. Σὶ πόρτα ἀσφάλιστ’ οὕλα τὰ σκυλλιˬὰ σιβαίνουν Μακεδ. Συνών. ἀνοιχτὸς 1, ἀντίθ. ἀνάνοιχτος 1, κλειστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA