ἀσφάλιστρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφάλιστρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσφάλιστρα τά, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσφαλίζω.

Σημασιολογία

1) Τὰ χρήματα τὰ καταβαλλόμενα εἰς ἀσφαλιστικὴν ἑταιρείαν ὑπὸ τοῦ ἀσφαλίζοντός τι: Πληρώνω τ᾽ ἀσφάλιστρα. 2) Ἡ ἀποζημίωσις ἡ διδομένη ὑπὸ ἀσφαλιστικῆς ἑταιρείας διὰ γενομένην καταστροφὴν ἀσφαλισμένου κτήματος: Ἔβαλε φωτιˬὰ ’ς τὸ μαγαζὶ γιˬὰ νὰ πάρῃ τ’ ἀσφάλιστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/