γριγρὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριγρὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γριγρὶ τό, σύνηθ. γκριγκρὶ Προπ. (Ἀρτάκ. Μηχαν.) γιργὶρ Ἀλόνν. Σκίαθ. γκιργκὶρ Ἀθῆν. Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Πλάγ. Σηλυβρ.) Πειρ. Προπ. (Μαρμαρ. Μηχαν. Πέραμ.) gιρgίρ Λῆμν. (Πλάκ.) Ψαρ. γκιργκὶλ Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. gir-gir = δίκτυον ἁλιείας.

Σημασιολογία

1) Πετρελαιοκίνητον ἁλιευτικὸν πλοιάριον μετὰ πυροφανίου ἐξ ἀσετυλίνης πρὸ τῆς πρῴρας, συνηθέστερον ὅμως, συγκρότημα τοιούτων πλοιαρίων σύνηθ.: Δουλεύει ᾽ς τὸ γριγρί. Τὰ φῶτα αὐτὰ ᾽ς τὴ θάλασσα εἶναι ἀπὸ τὰ γριγριˬὰ σύνηθ. Τώρα μὲ τὴν ἀφεγγιˬὰ γιˬόμισ᾽ ἡ θάλασσα ἀπὸ γριγριˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) Πιˬάκανε σαρδέλα τὰ γριγριˬὰ Κέρκ. Ἀνάψανε ὅλες τὶς λάμπες τους τὰ γκιργκίριˬα Ἀθῆν. Πειρ. Τὸ ἕνα γκιργκίρι ἔπιασε τὸ καλύτερο ψάρι αὐτόθ. Καὶ τότε εἶχε γρῖποι, δὲν εἶχε ὅπως ἐδῶ γκιργκίριˬα Προπ. (Μαρμαρ.) Κάθι βράδ᾽ τρέ᾽ μὶ τοὺ gιρgίρ νὰ βγά᾽ πιˬότιρα ψάριˬα νὰ πουλήσ᾽ Λῆμν. (Πλάκ.) Κατάφερε ἀπὸ τὰ μικρᾶτα του νὰ μπῇ ᾽ς τὸ νόημα τῆς κάθε τέχνης, κι ἀπὸ παλαμιδότρατα ἢξερε... ᾽ς τὸ βίντζι τῆς ἀνεμότρατας ἔκανε βάρδιˬα κιˬ οὕλα τὰ γριγρὶ τόνε θέλανε γιˬὰ λαμπαδόρο Ἑβδομαδ. τύπ., 2 Αὐγ. 1934. 2) Τὰ δίκτυα τοῦ ἀνωτέρω ἁλιευτικοῦ συγκροτήματος Ἁλόνν. Εὔβ. (Χαλκ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σῦρ. - Κ. Μπαστ. Ἀλιευτ. 93: Τὸ γριγρί, ποὺ τὸ λένε πιὸ λουστραρισμένο δίχτυ κυκλικό, δὲν ἔχει σάκκο καθὼς οἱ τράτες, ἀλλὰ βυθίζεται σὰ σεντόνι ὁλοΐσια σὲ βάθος. Τὴν πάνω γραμμὴ του κρατάει σὰν ἀφρὸς σειρὰ ἀπὸ φελὰ καὶ ἡ κάτω γραμμή του βυθίζεται μὲ βαρίδια. Τοῦτο τὸ δίχτυ τὸ κρατᾶνε δύο καΐκια Κ. Μπαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γριγρῆς Κρῆτ. (Κίσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/