ἄσφαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσφαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσφαλτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσφαρτος Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Σίφν. ἄσφαλος Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σφαλτός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σφάλλων, ἀλάθητος σύνηθ.: Κἀνένας δὲν εἶν᾽ ἄσφαλτος σύνηθ. || ᾎσμ. Ὦ ἄσφαλε, γιˬάdα ᾿σφαλες͵ ἄπιˬαστε, γιˬάdα πιˬάστης, ἀκαταδίκαστο κορμί, γιˬάdα καταδικάστης; Θήρ. 2) Ὁ μετ’ ἀσφαλείας δρῶν, δραστήριος, ἀποτελεσματικὸς Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. κ.ἀ.: Ἄσφαλτο γιˬατρικὸ Μάν. Σπαθεˬὰ ποῦ δίνει θάνατ’ ἄσφαρτο Κρήτ. Ἅμα σύρῃς τὴ γαιˬδάρα ‘ς τὸ πρῶτο τζης θύμισμα, εἶν’ ἄσφαρτη (σύρῃς = ὁδηγήσῃς εἰς ἐπιβήτορα) Ἔμπαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA