γριέντζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριέντζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γριέντζω ἡ, Ἀθῆν. Βιθυν. (Ἀρακλ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Φιγάλ.) γρέντζω Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) γρέντζου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γρέτζω Κρήτ. (Κίσ.) γκρέτζιου Θρᾴκ. (Ὀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έντζω. Ὁ Κρητ. τύπ. γρέτζω ἐκ τῶν γριὰ › γραὶ + -έντζω.
Σημασιολογία
Ἡ γραῖα, ὑβριστικῶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤφερα dὴ γριέντζω νὰ μοῦ λαιμώσῃ τὸ παλιˬοκόριτσό μου καὶ κόντεψε νὰ μοῦ τὸ πινίξῃ (λαιμώνω = πιέζω τὰς ἀμυγδαλᾶς, ὅταν ἔχουν πῦον) Πελοπν. (Βερεστ.) Τί τὰ θέλεις, μωρ᾽ γριέντζω, ἐσὺ τὰ βεργενάδιˬα, ποὺ δὲν τὰ κόβει τὸ δόντι σου; (βεργενάδιˬα = τὰ νεαρᾶς ἡλικίας ἄτομα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Εἶdα θὰ γενῶ μὲ τὴ γρέτζω ἀποὺ χέζεται ἀπάνω τση! Κρήτ. (Κίσ.) || Φρ. Γρέντζου χούφταλου (πολὺ γραῖα) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA