βιτσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιτσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιτσώνω Κύθν. Πόντ. -Λεξ. Αἰν. βιτσώνου Στερελλ. (Καλοσκοπ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βιτσώνω. Πβ. Λύβιστρ καὶ Ροδάμν. στ. 2095 (ἔκδ. Μαυροφρ.) «σεβαίνω εἰς τὴν θάλασσαν, βιτσώνω τ᾽ ἄλογόν μου | καὶ ἕως νὰ τρίψῃς ὀφθαλμὸν ἐπέρασα τὸ βάθος».
Σημασιολογία
1) Μετβ. κτυπῶ μὲ τὴν βίτσαν ἰδίως ὑποζύγιον Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. 2) Ἀμτβ. φεύγω, ἀπομακρύνομαι ταχέως Πόντ. 3) Περιπλέκομαι, περιελίσσομαι Κύθν.: Τὸ χταπόδι βίτσωσε ᾿ς τὸ πόδι του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA