ἀσφουγγάριστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφουγγάριστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσφουγγάριστα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀσφουgάριστα πολλαχ. ἀσφουγγάριγα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσφουγγάριστος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ ἔχῃ τις σφουγγαρίσει, νὰ ἔχῃ πλύνει δι᾿ ὕδατος καὶ ψήκτρας σύνηθ.: Ἔχω ἀσφουγγάριστα ἀκόμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/