γριίστικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριίστικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γριίστικος ἐπίθ. Δ. Βουτυρ., Τριανταδύο διηγ., 18 Διωγμέν. Ἀγάπ., 78 Π. Παπαχριστοδ., Θρακ. ἠθογραφ., 1. -Λεξ. Περίδ. Βυζ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίστικος.
Σημασιολογία
Ὁ προσήκων εἰς γραῖαν ἔνθ᾽ ἀν.: Φωνὲς βραχνὲς γριίστικες Δ. Βουτυρ., Τριανταδύο διηγ., 18. Δὲ ντρέπεσαι να ᾿χῃς αὐτὲς τὶς γριίστικες ἰδέες Δ. Βουτυρ., Διωγμέν. Ἀγάπ., 78. Συνών. γριίτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA