γριὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γριὸς ὁ, Κεφαλλ. (Λειξούρ.) Μακεδ. (Χαλάστρ.) - Μ. Κρίσπης, Χόρτα, 97 γραῖος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ.) γρὸς Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριά. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 119 καὶ 2, 112 Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 3, 17.
Σημασιολογία
Γέρων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγὼ γραῖος ἄνθρωπος ποῦ νὰ δουλεύω; Πόντ. (Οἰν.) Ἔσανε δύο νομᾶτ᾽ ἀθρῶπ᾽, ὁ ἕνας γραῖος, ἡ ι-ἄλλη γρ γυναῖκα ᾽τ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Πόντ. (Σούρμ.) || ᾌσμ. Θὰ κάψου νιˬούς, θὰ κάψου γρούς, θὰ κάψου παλληκάριˬα, θὰ κάψου τοὺν προυτόπαππα μαζὶ μὶ του Βαgέλιˬου Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) ᾽Νειρεύ᾽κι πὼς παντρεύτι κι᾽ παίρ᾽ νιˬὸ κί παίρ᾽ γριὸ κὶ παίρ᾽ ἕναν παλλήκαρον Μακεδ. (Χαλάστρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA