ἀσώματος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσώματος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσώματος ἐπιθ. Προπ. (Μηχαν.) ἀσώματοι οἱ, σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀσώματος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων σῶμα, ὁ ἄνευ σώματος Προπ. (Μηχαν.): Αἴνιγμ. Ὁρατὸς κιˬ ἀσώματος ἀπ᾿ τὴ γῆ σηκώνεται κιˬ ἀπάνω ἀνεβαίνει (ὁ ἀτμὸς) Μηχαν. 2) Πληθ. οὐσ., οἰ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ ὁ ναὸς αὐτῶν σύνηθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσώματος Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Πάτμ. Ρόδ. Χίος Ἀσώματους Λέσβ. Σκίαθ. Ἀσώματες Σκῦρ. Ἀσώματοι Αἴγιν. Κρήτ. Ἀσώματα Μακεδ. Ἀνεοώματος Χίος (Ὄλυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA