γριπάρι (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριπάρι (Ι)
Τυπολογία
γριπάρι τό, (Ι) Μύκ. γριπάρ᾽ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρῖπος ὡς ὑποκορ. Πβ. H.R. Kahane - A. Tientze, Ling. Franca, 501 -502.
Σημασιολογία
Μικρὸν δίκτυον ἁλιείας ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA