γριπάρι (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριπάρι (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γριπάρι τό, (ΙΙ) Ἰθάκ. Ἰων. (Φώκ.) Κεφαλλ. Λευκ. - Α.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 182, 3, 378 γριπάρ᾽ Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Σιβ. Σπάρτ.) χριπάρ᾽ Στερελλ. (Σπάρτ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Εἶδος χόρτου τῆς οἰκογενείας τῶν Ἀγρωστωδῶν (Gramineae) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰθάκ. Ἰων. (Φώκ.) Κεφαλλ. Λευκ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Σιβ. Σπάρτ.) - Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μ᾽ ἐκε͜ιὸ τοὺ γριπάρ᾽ φκε͜ιάν᾽νι τὰ π᾽λλιˬὰ φουλιˬὲς Σπάρτ. Τὰ πράτα τρῶνι γριπάρ᾽ αὐτόθ. || Παροιμ. Ἡ γουρούνα, ἅμα ἔκανε γουρουνόπουλα, δὲν ἐχόρταινε οὔτε γριπάρι (= ἡ μήτηρ πολλὰς στερήσεις ὑφίσταται χάριν τῶν τέκνων της) Κεφαλλ. || Ποιήμ. Ἄλλη δὲ γνώρισαν στρωμνὴ παρὰ χλωρὰ γριπάριˬα, οὔτ᾽ ἄλλη ἔλαβαν σκεπή, παρ᾽ ἄγρια πρινάριˬα Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. 3, 378. ᾽Σ τὸ λείψανο ἔστρωσε | χλωρὸ γριπάρι, τὸ μνῆμα ἐσφράγισε, | σκύπτει, φιλεῖ Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν 2, 182.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA