γριπαρόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριπαρόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γριπαρόλι τό, Ν. Ἀποστολίδ., La pêche en Grèce, 45 - Λεξ. Βλαστ. 311 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γριπάρι (Ι) καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -όλι.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἐλαφρὸς γρῖπος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γριπάκι, γριπάρι, κολοβρέχτης, τράτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/