ἀσωτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσωτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσωτεύω σύνηθ. ᾿σωτεύω Ρόδ. ἀσωτέγκου Τσακων. Μέσ. ἀσωτεύομαι Ἤπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀσωτεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ. ζῶ ἀσώτως σύνηθ. καὶ Τσακων.: Γυρίζει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ κιˬ ἀσωτεύει. ’Σ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀσώτευε σύνηθ. 2) Διασκεδάζω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Χτὲς βράδυ ἴσαμε τοὶς δυˬὸ ἀσωτεύαμε. Κάθεται ’ς τὰ μαγαζιˬὰ κιˬ ἀσωτεύει Καλάβρυτ. 3) Μετβ. σπαταλῶ, καταδαπανῶ ἀσκόπως σύνηθ.: Ἀσώτεψε τὴν κληρονομιˬὰ τοῦ πατέρα του - τὴν προῖκα τῆς γυναίκας του - τὴν ὑγεία του. Ἀσώτεψε ἄπειρα πλούτη σύνηθ. Ἀσωτεμένος ἄνθρωπος (ὁ ἐν ἀσωτίᾳ βιώσας) Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA