ἄσωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσουτους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἄσωτε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσωτος.
Σημασιολογία
1) Ἀκόλαστος, ἀσελγὴς, διεφθαρμένος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἄσωτος ἄνθρωπος. Ἄσωτη ζωή. Ἔζησε μιˬὰ ζωὴ ἄσωτη σύνηθ. 2) Σπάταλος σύνηθ.: Αὐτὸς εἶναι ἄσωτος υἱὸς (ἡ φρ. ἐκ τοῦ εὐαγγελίου). Ὅσο ἄσωτος εἶναι ὁ ἕνας, τόσο φιλάργυρος εἶναι ὁ ἄλλος σύνηθ. || Φρ. Ἄσωτος ἥλιˬος (ὁ διαρκῶς θερμαίνων οἱονεὶ μὴ φειδόμενος τῶν ἀκτίνων του) ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2,8 || Γνωμ. Ἀπὸ τὸν ἀκριβὸ εἶδα, μ’ ἀπὸ τὸν ἄσωτο ὄχι Λεξ. Ἐλευθερουδ. Ἡ ἄσωτη νοικοκυρὰ πύργο ἀλογάρι θέλει Αἴγιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνοιχτὸς Β 4. 3) Ἀπερίσκεπτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εὐτὸς εἶν᾽ ἄσωτος, δὲ σκέβγεται τίποτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA