γριτσανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριτσανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γριτσανίζω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσην. Οἰν.) - Λεξ. Περίδ. Μπρίγκ. γριτσανίζου Θεσσ. (Μηλ. Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. γριτανάω Πέλοπν. (Οἰν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) γριτσιανάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) γριτζιανάω Πελοπν. (Κερπιν.) gριτσανάου Μακεδ. (Γρεβεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μορίου γρίτς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ανίζω.
Σημασιολογία
1) Παράγω ἦχον ξέων ἀντικείμενόν τι διὰ τῶν ὀνύχων ἢ ἄλλου ὀξέος ὀργάνου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γάττα γριτσανίζει Πελοπν. (Μεσσην.) Δὲν ἀκοῦς ποὺ κἄτι ποδάριˬα γριτσανίζουνε; Ποdικὸς θά ᾽ναι ποὺ γριτσανίζει μὲ τὰ νύχιˬα του Κεφαλλ. Δὲ bόργι ἡ γάττα νὰ βγῇ κὶ γριτσάν᾽ζι, d᾽πόρτα Θεσσ. (Μηλ.) Ὁ ψαρᾶς γριτανάει μὲ τὸ σταλίκι Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Συνών. γρατσουνίζω. 2) Προκαλῶ ἀμυχὰς Μακεδ. (Γρεβεν.) Πελοπν. (Οἰν.): Μὶ gριτσά᾽σι ἡ γάττα Γρεβεν. Συνών. γριτσαλῶ, γρατσουνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA