γριτσαφίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριτσαφίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γριτσαφίζω ἀμάρτ. γριτζαφίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γριντζαφίζω Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Μέσ. γριτζαφίουμαι Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ μορ. γρίτς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αφίζω, διὰ τὴν ὁπ. βγ. Ἄνθ. Παπαδόπ., ᾽Αρχ. Πόντ. 12 (1946), 61.
Σημασιολογία
1) Προξενῶ ἀμυχὰς διὰ τῶν ὀνύχων Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἡ κάττα ἐγριντζάφ᾽σεν τὰ χέρ μ᾽ Χαλδ. Ἡ κάττα γριντζαφίζ᾽ ᾽ς σὴν πόρταν Τραπ. Ἐγριντζάφ᾽σες τὴν ρά μ᾽ (ἔξυσες διὰ τῶν ὀνύχων τήν ράχιν μου) Σταυρ. Συνών. γρατσουνίζω, γριτσαλῶ, γριτσανίζω 2, γριτσαφώνω. β) Τρίβω δυνατὰ Πόντ. (Χαλδ.) 2) Μεσ., αἰσθάνομαι κνησμὸν Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.): Γριντζαφίεται τ᾽ ἀπάν᾽ -ι-μ᾽ (αἰσθάνομαι κνησμὸν εἰς τὸ σῶμα μου) Σταυρ. Γριντζαφίουνταν τὰ ποδάρ μ᾽ (αἰσθάνομαι κνησμὸν εἰς τὰ ποδάρια μου) αὐτόθ. Συνών. τζαφίζω. 3) ᾽Αναρριχῶμαι διὰ τῶν ὀνύχων Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Συνών. γριτσαφώνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA