βλαστάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλαστάνω λόγ. σύνηθ. βλαστάν-νω Κύπρ. βλαστένω ΓΨυχάρ. Ταξίδι3 164 -Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βλαστάνω. Τὸ βλαστένω καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Φύομαι, φυτρώνω σύνηθ.: Βλαστάνει χόρτο ’ς τὸν κῆπο. Βλαστάνουν τ᾽ ἀμπέλιˬα σύνηθ. Σὰν τὰ φύλλα ποῦ πέφτουνε κιˬ ἄλλα πάλε τὴν ἄνοιξι βλαστένουνε, ἔτσι πάμε καὶ μεῖς ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Ὅταν βλαστήσ' ὁ ξέρακας (οὐδέποτε) πολλαχ. Συνών. βγαίνω Α7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA