γλεντάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλεντάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλεντάκι τό, κοιν. γλιντά’ βόρ. ἰδιώμ. γλενdάτσι Μεγίστ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλέντι.

Σημασιολογία

Μικρὰ διασκέδασις κοιν.: Οἱ γείτονες εἴχανε γλεντάκι καὶ βούιξε ὁ τόπος ἀπ’ τὰ τραγούδιˬα. Ὅλο γλεντάκιˬα εἶσαι, στρώσου νὰ κάνῃς καὶ καμμιˬὰ δουλε͜ιά! Εἶναι καλεσμένος σὲ γλεντάκι κοιν. Σεμνὰ γλεντάκιˬα, νοικοκυρίστικα Γ. Ξενόπ., Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ., 2, 33. ᾽Απόψε εἶναι σαββατόβραδο, ξεκούραση, γλεντάκι, φιλιˬά, λογάκιˬα γλυκὰ Κ. Παρορ., Μεγάλ. παιδ., 73. Συνών. διˬασκεδασούλα, ξεφαντωματάκι, ξεφαντωσούλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/