γροθάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γροθάρα ἡ, Πελοπν. (Ἀνώγ. Καμίν. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Ξεχώρ. Ξηροκ. Σαηδόν. Τριφυλ.) gροθάρα Πελοπν. (Λεῦκτρ. Πλάτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γροθάρι.
Σημασιολογία
Ἡ ἐλαία, ἡ κατάλληλος πρὸς μεταφύτευσιν ἐκ τοῦ φυτωρίου, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀναπτυχθῆ ἀκόμη εἰς τέλειον δένδρον ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ πάω ᾽ς τὸ περιβόλι νὰ βγάλω γροθάρες Πελοπν. (Καρδαμ.) Φυτέψαμε πέdε γροθάρες τσαὶ πιˬάσανε δύο αὐτόθ. Φύτευα ὅλη μέρα γροθὰρες Πελοπν. (Σαηδόν.) Πιˬάσανε ὅλες οἱ γροθάρες Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Νὰ μοῦ βγάλῃς καμμία σαραdαρέα λαγούμιˬα, γιὰ νὰ καρφώσω καμμία γροθάρα Πελοπν. (Ξεχώρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA