γροθάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γροθάρι τό, Ἤπ. (Κωστάν.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνάβρυτ. Ἀνδροῦσ. Ἀνώγ. Ἀρκαδ. Βασαρ. Γαργαλ. Δαιμον. Ἦλ. Θουρ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κίτ. Κόκκιν. Λακεδ. Μάν. Μεγαλόπ. Ξηροκ. Οἰν. Ὀλυμπ. Παλαιοχ. Πάν. Σαηδόν. Σκορτσιν. Συκ. Λακων. Τριφυλ.) – Δελτ. Ἑλλην. Γεωργ. Ἑταιρ. 3, 143 Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 273-Λεξ. Δημητρ. γροθάρ᾽ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. γρουθάρ᾽ Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κολινδρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Λεπεν. Ξηρόμ. Περίστ.) - Β. Φανίτσιου, Καλούδια, 116 gροθάρι Πελοπν. (Ἄνω Ἀστέρ. Ἀρεόπ. Γέρμ. Λίμπερδ. Μάν. Νύφ. Οἴτυλ. Πάν. Πετρίν. Πλάτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι.
Σημασιολογία
1) Γρόνθος Ἤπ. (Ἀρτοπ. Κωστάν.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τού χέρ᾽, ὅdας εἶν᾽ κλεισμένου, τοὺ λέμι γρουθάρ᾽ Ἀρτοπ. Ἔρ᾽νι σούgραβου νά! ἴσιˬα μὶ ἕνα γρουθάρ᾽ (σούgραβου = χαλάζι) αὐτόθ. Θὰ σοῦ σφίξω ἕνα γροθάρι, ποὺ θὰ σοῦ πάῃ ὁ οὐρανὸς σφοdύλι Κωστάν. 2) Τὸ δίκην γρόνθου παραμένον μικρὸν ἢ μὴ κανονικῶς ἀναπτυχθέν, τὸ ἀτροφικὸν Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Λεπεν.) - Β. Φανίτσιου, Καλούδια, 116: Καρπούζ᾽ γρουθάρ᾽ Λεπεν. Ἐκεῖνου τοὺ γρουθάρ᾽ ἔκανι ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ κατουρθώματα; Κουκούλ. Ἕνα γρουθάρ᾽ ἄνθρουπους εἶνι, τι᾽ νουμίζ᾽; Καταφύγ. Νὰ ἦταν κιˬ ἄνθρωπος· ἕνα γρουθάρ᾽ ἄνθρωπος Β. Φανίτσιου, ἔνθ᾽ ἀν. 3) Τὸ ποσὸν εἴδους τινός, τὸ ὁποῖον χωρεῖ ἡ παλάμη τῆς χειρὸς μετασχηματιζομένη εἰς γρόνθον Ἤπ. (Κουκούλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Ξηρόμ.): Τοὺν παρακάλισα κὶ μὄδουκι ἕνα γρουθάρ᾽ γκίζα Κουκούλ. Συνών. γροθάκι, γροθὶ 3, γροθιˬὰ 5, φούχτα. 4) Ἡ εἰς στρογγύλον δίκην γρόνθου κατὰ τὸ ἔξω ἄκρον καταλήγουσα δοκὸς ἐπὶ τῶν τοίχων τῆς οἰκίας ἢ ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῶν ὑπερθύρων, ἡ χρησιμεύουσα δι᾽ ἀνάρτησιν διαφόρων σκευῶν ἢ ἐνδυμάτων Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Περίστ.): Κρέμασι τοὺ σακκού᾽ ᾽ς τοὺ γρουθάρ᾽ Ἀρτοτ. Σηκώ᾽ τοὺ σφαχτὸ κὶ τοὺ κριμάει ᾽ς τοὺ γρουθάρ᾽ Αἰτωλ. Κρέμασα τοὺ πανουφόρ᾽ μ᾽ ᾽ς τοὺ γρουθάρ᾽ Περίστ. 5) Ὁ ἀγκὼν τῆς χειρὸς Μακεδ. (Κολινδρ.): Σκίστ᾽κι τοὺ σακκά᾽ μ᾽ κὶ βγήκανι ὄξου τὰ γρουθάριˬα μ᾽. 6) ᾽Εξόγκωμα δίκην γρόνθου ἐπὶ τοῦ παρὰ τὸ ἔδαφος τμήματος τοῦ κορμοῦ τῆς ἐλαίας ἢ ἐπὶ τῶν ριζῶν, φέρον βλαστὸν καὶ ἀποσπώμενον πρὸς μεταφύτευσιν διὰ τὴν παραγωγὴν νέου ἐλαιοδένδρου Δελτ. Ἑλλ. Γεωρ. Ἑταιρ., ἔνθ᾽ ἀν. 7) Ὁ χονδρὸς καὶ βραχὺς κορμὸς νεαροῦ κλάδου ἐλαίας, ὁ ἔχων πάχος ὅσον χωρεῖ τὸ κλείσιμον τῆς παλάμης καὶ ὁ ὁποῖος κόπτεται κατὰ τὸ κλάδευμα τῆς ἐλαίας Πελοπν. (Κίτ. Πετρίν. Συκ. Λακων.): Ἐκλάδεψα τὶς ἐλιˬὲς κ᾽ ἔκοψα πολλὰ γροθάιρια Κίτ. Ἄ ζὲ κουτουπώσου μὲ καθένα γροθάρι, θὰ ζὲ σπάσου τὰ παΐδια αὐτόθ. Πάω νὰ μαζέψω τὰ gροθάριˬα Πετρίν. 8) Χονδρὸς κλάδος ἐλαίας μετὰ ὀφθαλμῶν φυτευόμενος ἵνα ἀναπτυχθῇ ἐπὶ τόπου εἰς δένδρον Μέγαρ. Πελοπν. (Βασαρ. Κίτ. Μάν. Οἰν. Πάν.) - Λεξ. Δημητρ.: Θὰ φυτέψου τέσσερα πέdε γροθάιρια ᾽ς τὸ περιβόλι Κίτ. Ὅπο͜ιος ἔχει ποτιστικό, τὸ φυτεύει γροθάριˬα Βασαρ. Κατέβασε τὸ ποτάμι καὶ μᾶς πῆρε τὰ γροθάριˬα αὐτόθ. 9) Χονδρὸς καὶ βραχὺς κλάδος ἐλαίας ἢ ἄλλου τινὸς δένδρου φυτευόμενος πλαγίως πως ἐντὸς τοῦ ἐδάφους καὶ προοριζόμενος διὰ τὴν ἀπόδοσιν βλαστῶν πρὸς μεταφύτευσιν καὶ παραγωγὴν νέου δένδρου Πελοπν. (Ἀναβρυτ. Ἄνω Ἀστέρ. Ἀνώγ. Αρεόπ. Γέρμ. Δαιμον. Ἦλ. Λακεδ. Λίμπερδ. Νύφ. Οἴτυλ. Παλαιοχ. Πετρίν. Συκ. Λακων.): Φύτεψα πενήdα γροθάριˬα Οἴτυλ. 10) Τὸ πρὸς μεταφύτευσιν ἕτοιμον φυτὸν τῆς ἐλαίας ἡλικίας μέχρι τριῶν ἐτῶν, τὸ προερχόμενον ἀπὸ μόσχευμα, δηλ. ἀπὸ ὀφθαλμὸν χονδροῦ κορμοῦ κλάδου φυτευθέντος πλαγίως ἐντὸς τοῦ ἐδάφους Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Γαργαλ. Θουρ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κόκκιν. Λακεδ. Μεγαλόπ. Ξηροκ. Ὀλυμπ. Πλάτσ. Σαηδόν. Σκορτσιν. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Π. Γεννάδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γίδιˬα μοῦ σπάσανε πέντε γροθάρια Λακεδ. Ἔβαλα ἑκατὸ παλούτσα· ἀπὸ τὸ παλούτσι βγαίνει τὸ γροθάρι (παλούτσι = ὁ ἐντὸς τοῦ ἐδάφους φυτευθεὶς πλαγίως κορμός, ἐκ τοῦ ὁποίου φυτρώνει ὁ πρὸς μεταφύτευσιν κλάδος) Καρδαμ. Πᾶμε νὰ βγάλουμε γροθάριˬα ἀπὸ τὴ γροθαριˬὰ Κόκκιν. Οὕλο τὸ τούμπι τὸ γιˬόμισα γροθάριˬα (τούμπι = τὸ ἐν εἴδει τύμβου ἔδαφος) Γαργαλ. Τὸ περιβόλι γιˬόμισε γροθάριˬα Σαηδόν. 11) Δένδρον νεαρᾶς ἡλικίας προερχόμενον ἐκ σπέρματος καὶ οὐχὶ ἐκ μεταμοσχεύσεως Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γροθάρι καὶ ὡς τοπων. (Μεσσην. Τριφυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA